πολυγαλώδης

πολυγαλώδης
-ες, Ν
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυγαλώδη
τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, αποτελούμενη από 5 οικογένειες με 26 γένη, που απαντά σε όλο τον κόσμο εκτός τής Νέας Ζηλανδίας, τής Πολυνησίας και τών πολύ βόρειων περιοχών τής Βόρειας Αμερικής και τής Ασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”